ἱστόποδες

ἱστόποδες
ἱστόποδες
the long beams of the loom
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱστοπόδων — ἱστόποδες the long beams of the loom masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστόποδας — ἱστόποδες the long beams of the loom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστόπους — ἱστόπους, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες τα δύο μακριά ξύλα τού αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + πους (< πούς), πρβλ. ναυσί πους, πτερό πους] …   Dictionary of Greek

  • στόποδες — οἱ, Α ἱστόποδες*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός «αργαλειός» + πούς, ποδός «πόδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”